φυσητήρας

φυσητήρας
ο / φυσητήρ, -ῆρος, ΝΑ
1. το φυσερό
2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό
νεοελλ.
1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου οδοντοκήτους, μήκους έως και 18 μέτρα, μιας ογκώδους φάλαινας με μικρά ζυγά πτερύγια σαν κουπιά, με τεράστιο κεφάλι, που κατά την ανάδυσή της εκτοξεύει πρός τα εμπρός έναν μεγάλο πίδακα νερού από έναν ειδικό αναπνευστικό πόρο
β) ο ειδικός αυτός αναπνευστικός πόρος τού αντίστοιχου ζώου
2. τεχνολ. γνωστότατο σε πολλούς λαούς από την αρχαιότητα μηχανικό όργανο παραγωγής κατευθυνόμενου ρεύματος αέρα, χρησιμοποιούμενο κυρίως για επιτάχυνση τής καύσης τών ανθράκων στα χωνεία και στις εστίες τών μεταλλοχυτηρίων και μεταλλουργείων, καθώς και για την παροχή αέρα σε αερόφωνα μουσικά όργανα, κν. φυσερό ή φυσούνα
αρχ.
1. ο τεχνίτης που χρησιμοποιεί φυσερό
2. είδος κήτους («ὀρύγων τε καὶ φαλαινῶν καὶ φυσητήρων», Στράβ.)
3. η οπή από την οποία εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήρ / -τηρας* (πρβλ. κινη-τήρ[ας])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυσητήρας — ο 1. συσκευή που φυσάει αέρα, ασκός ειδικός για φύσημα (βλ. λ.), φυσερό, φυσούνα. 2. σύνεργο για το φύσημα ισχυρού ρεύματος αέρα σε καμίνια μεταλλοτεχνίας, χυτήρια κτλ., φυσερό. 3. το φυσητήριο όργανο της φάλαινας, η τρύπα με την οποία η φάλαινα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσητῆρας — φῡσητῆρας , φυσητήρ instrument for blowing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυσητηρίδες — (Physeteridae). Οικογένεια θηλαστικών ζώων της τάξης των κητωδών. Περιλαμβάνει πολλά είδη, που διακρίνονται για το υπερβολικά μεγάλο κεφάλι, το οποίο αποτελεί το 1/3 ολόκληρου του σώματος. Μόνο το κάτω σαγόνι τους έχει δόντια, γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

  • κητώδη — Τάξη υδροβίων, σαρκοφάγων θηλαστικών, με ιχθυόμορφο σώμα. Περιλαμβάνει περίπου 80 είδη. Τα κ. είναι θαλάσσια, με εξαίρεση ορισμένα είδη δελφινιών και πλατανιστιδών, που ζουν στους μεγάλους ποταμούς της Ασίας και της Αμερικής. Τα σύγχρονα κ.… …   Dictionary of Greek

  • PHYSETERES — Graece φυσητῆρες, ceti genus, quod Oceano Gellico vindicat Plinius, qui Indici Oceani proprias facit pristes et balaenas, l. 9. c. 4. Maximum animal in Indico mari Pristis et Balena est: in Gallico Oceano Physeter. Sed et in mari Indico… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άμπρα — Ξενικός όρος που υποδηλώνει ουσίες διαφορετικής προέλευσης και σύστασης. Η φαιά ά. είναι αρωματική ουσία που απαντάται κατά μήκος των ακτών της Ιαπωνίας, της Μαδαγασκάρης και των Μολούκων νήσων σε μάζες που επιπλέουν και έχουν βάρος από 50… …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • ζώπυρος — (τέλη 5ου αι. – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Πέρσης ευγενής. Υπήρξε συνεργός στη δολοφονία του σφετεριστή του θρόνου Γαυμάτα και στην ανακήρυξη του Δαρείου Α’ σε βασιλιά. Ήταν τόσο πιστός στον Δαρείο, ώστε όταν αυτός πολιορκούσε τη Βαβυλώνα επί 20 μήνες …   Dictionary of Greek

  • μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού …   Dictionary of Greek

  • υπεραρπακτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το υπεραρπακτικό (βιολ. οικολ.) ζωικό είδος που τρέφεται με όλα τα άλλα αρπακτικά είδη, ενώ το ίδιο δεν αποτελεί λεία άλλου είδους, όπως είναι λ.χ. τα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, ο φυσητήρας ή ο άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”